- πλάγιος
- πλᾰγῐος1 crooked met., perverse
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64
πλαγίαις δὲ φρένεσσιν I. 3.5
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64
πλαγίαις δὲ φρένεσσιν I. 3.5
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πλάγιος — placed sideways masc nom sg πλάγιος placed sideways masc/fem nom sg πλάγος side neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο 1. αυτός που έχει θέση πλάγια, γερτή, ο λοξός: Πλάγια γραμμή. 2. μτφ., ο έμμεσος: Πλάγιοι συγγενείς, όχι συγγενείς ευθείας γραμμής. 3. ο παράνομος, όχι νόμιμος: Πλάγια μέσα. 4. ως ουσ., τα πλάγια οι πλευρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιωτέρων — πλάγιος placed sideways fem gen comp pl πλάγιος placed sideways masc/neut gen comp pl πλάγιος placed sideways fem gen comp pl πλάγιος placed sideways masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίως — πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc acc pl (doric) πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl (doric) πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιώτερος — πλάγιος placed sideways masc nom comp sg πλάγιος placed sideways masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίους — πλάγιος placed sideways masc acc pl πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιοι — πλάγιος placed sideways masc nom/voc pl πλάγιος placed sideways masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίαις — πλάγιος placed sideways fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίη — πλάγιος placed sideways fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίην — πλάγιος placed sideways fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)